.

.

Τετάρτη 24 Σεπτεμβρίου 2014

Μια ιστορία 2

Άλλη μια μικρή ιστορία που θα μπορούσε να είναι η συνέχεια αυτής που είχα γράψει πριν καιρό...





Είχε γείρει στην κουπαστή και κοιτούσε τα κύματα που χτυπούσαν πάνω στο πλοίο καθώς αυτό διέσχιζε τη θάλασσα.
Δεν ήξερε που πάει… Ούτε πως θα ήταν το πρόσωπό της. Έτσι κι αλλιώς τα μάτια δεν έχουν μνήμη.

Γιατί; Αν είχα δηλαδή την καρδιά του; Πώς θα χτυπούσε τώρα που πλησιάζω σε αυτή; Πως θα χτυπούσε όταν έφτανα κοντά της,
όταν θα άγγιζα τα χέρια της;

Κρατούσε σφιχτά στα χέρια του το χαρτί που βρήκε δίπλα του όταν άνοιξε τα μάτια του στο νοσοκομείο.
Το ξεδίπλωσε και το διάβασε για μία ακόμη φορά.

« Έχεις τα μάτια μου τώρα πια… και θα ήθελα να πας να τη βρεις. Να τη δεις. Γιατί εγώ δεν τα κατάφερα.
Περίμενα αρκετό καιρό, όλο το ανέβαλλα, δεν έδινα σημασία σ’ αυτό το συναίσθημα και σκεφτόμουν άλλα πράγματα που δεν είχαν αξία.
Όταν κατάλαβα πως αυτό που ήθελα πραγματικά ήταν αυτή, τότε ήταν αργά. Δε θα γυρνούσα πίσω να με δει να πεθαίνω.
Πήγαινε. Κάνε τη να χαμογελάει και δώσε της όση αγάπη μπορείς. Εγώ το μόνο που μπορώ να κάνω γι’ αυτή τώρα πια, είναι αυτό που ξέρω ότι περίμενε. Να τη δω να χορεύει. Να δω ότι τα κατάφερε.Δε σε ξέρω αλλά σε εμπιστεύομαι. Να προσέχεις τα μάτια μου… να βλέπουν μόνο όμορφα πράγματα. Να τα προστατεύεις από την ασχήμια του κόσμου. Και το πώς θα χτύπαγε η καρδιά μου όταν τη συναντήσεις; Θα το καταλάβεις σύντομα… Κάθε πρωί που θα ξυπνάς να κοιτάς το πρόσωπό της.»

Σε όλο το ταξίδι κοιτούσε την φωτογραφία της που από πίσω ήταν γραμμένο το όνομα με τη διεύθυνσή της.
‘’Σοφία……’’
Από την πρώτη στιγμή που την είδε την ερωτεύτηκε. Το πρόσωπό της ήταν το πρώτο πράγμα που είδε μετά από 5 χρόνια.
Ήθελε να κάνει αυτό που του ζήτησε. Να πάει να την δει.

Οι ώρες πέρασαν. Ούτε που το κατάλαβε πότε έφτασε στο κτήριο που θα γινόταν η παράσταση.
Έκατσε μπροστά μπροστά.. στις πρώτες θέσεις. Ξαφνικά σβήνουν τα φώτα και μες την σιωπή της αίθουσας ακούγονται βήματα.
Ήταν αυτή! Στάθηκε στο κέντρο της σκηνής και μόλις ξεκίνησε η μουσική, χόρευε αφήνοντας ένα σωρό συναισθήματα να κυλούν στο κορμί της.
Κάποια στιγμή του φάνηκε ότι τον κοίταξε.
-Και όντως τον κοίταξε…-
Η μουσική του ήταν γνώριμη… ήταν Romeo and Juliet.
Τι ιστορία και αυτή… υπάρχουν άραγε τέτοιοι έρωτες; Και τώρα; Η δικιά μου Ιουλιέτα πως θα αντιδράσει που ο Ρωμαίος της δεν ζει πια;
Της αρκούν τα μάτια του; Και τι μπορώ να κάνω εγώ γι’ αυτή;

Η παράσταση τελείωσε, σηκώθηκε από την καρέκλα του και κατευθύνθηκε προς τα παρασκήνια.
Όσο πλησίαζε τα πόδια του έτρεμαν και η καρδιά του χτυπούσε τόσο γρήγορα και δυνατά που φοβόταν μήπως φανεί η αγωνία του, ο έρωτάς του,
ήταν όλα τόσο μπερδεμένα στο μυαλό του. Τι θα της έλεγε;

Πήγε και της χτύπησε την πόρτα. Ακούστηκε ένα «περάστε!» Την άνοιξε και την είδε να καθαρίζει το πρόσωπό της.
Γύρισε, τον κοίταξε και πλησίασε κοντά του. Τον κοιτούσε επίμονα στα μάτια σα να ήξερε. Και πράγματι ήξερε.
Δεν ήξερε αυτόν αλλά ήξερε αυτά τα μάτια. Μπορούσε να τα αναγνωρίσει ανάμεσα σε εκατομμύρια μάτια. Πώς; Είναι ανεξήγητο.
Τον αγκάλιασε και άρχισε να τρέμει καθώς η μπλούζα του γέμιζε από δάκρυα.

Ήσουν υπέροχη. Ήρθα να σε δω.. Να σε δει.. Αυτό δεν περίμενες; Αυτό δεν ήθελες;

Μη φύγεις… σε παρακαλώ, μείνε εδώ μαζί μου.

Όσο θες..

Μια ζωή..

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου